- σκότωμα
- (I)το, ΝΑ [σκοτῶ (ΙΙΙ)]νεοελλ.1. ιατρ. έλλειμμα τού οπτικού πεδίου τού οφθαλμού, κατά το οποίο, όταν είναι απόλυτο, εξαφανίζεται κάθε αίσθηση φωτός, και, όταν είναι σχετικό, υπάρχει μείωση τής όρασης2. φρ. α) «αρνητικό σκότωμα»ιατρ. σκότωμα που εκδηλώνεται με απουσία τής όρασηςβ) «θετικό σκότωμα»ιατρ. σκότωμα κατά το οποίο ο πάσχων βλέπει μια σκοτεινή κηλίδααρχ.(κυρίως στον πληθ.) τὰ σκοτώματασκοτοδίνη, ίλιγγος, ζάλη (α. «σκοτωμάτων τινῶν ἐπιπεπτωκότων τῷ βασιλεῑ», Πολ.β. «πυρετοῡ τινος ἢ σκοτώματος ἐμπεσόντος ἀφεῑσα τὰ βιβλία καὶ τοὺς λόγους», Πλούτ.).————————(II)-ατος, το, ΝΜ [σκοτώνω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτώνω, πρόκληση βίαιου θανάτου, σκοτωμός, φόνος, θανάτωση («σκότωμα τού κακούργου»)νεοελλ.1. συνεκδ. αυστηρή, βαριά τιμωρία («θέλει σκότωμα ο παλιάνθρωπος»)2. μτφ. α) μεγάλη ζημιά, πλήγμα, καταστροφήβ) εξαντλητικός κόπος, κούραση («η ανάβαση στο βουνό ήταν πραγματικό σκότωμα»)γ) εκποίηση, ξεπούλημα («έχει ένα χρυσό ρολόγι για σκότωμα»).
Dictionary of Greek. 2013.